Attic contr. for προοφείλω.
[Seite 795] = προοφείλω, w. m. s.
contr. att. de προοφείλω.
προὐφείλω: стяж. = προοφείλω.
προὐφείλω: ἴδε ἐν λ. προοφείλω.
Αβλ. προοφείλω.
προὐφείλω: συνηρ. αντί προ-οφείλω.