προὔθετο
Greek (Liddell-Scott)
προὔθετο: προὔθηκε (ὀρθότ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέθ-.
Greek Monotonic
προὔθετο: προὔθηκε, αμτβ. αντί προ-έθετο, προ-έθηκε.
προὔθετο: προὔθηκε (ὀρθότ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέθ-.
προὔθετο: προὔθηκε, αμτβ. αντί προ-έθετο, προ-έθηκε.