Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πρυμνούχος
Greek Monolingual
-ον, Α 1. (για σχοινί) αυτός που συγκρατεί την πρύμνη του πλοίου («πρυμνοῦχος κάλος», Ανθ. Παλ.) 2. (για την ξηρά) αυτός που κρατά τα πλοία, τον στόλο («πρυμνοῦχον Αὖλιν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<πρύμνη+ -οῦχος (<ἔχω)].