ξηρά

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
v. ξηρός.

Greek Monolingual

η (Α ξηρά)
βλ. ξηρός.

Greek Monotonic

ξηρά: (ενν. γῆ), ἡ, ξεραμένη, άνυδρη γη, βλ. ξηρός III.

Russian (Dvoretsky)

ξηρά: ἡ (sc. γῆ) твердая земля, суша Xen., Arst. etc.

Middle Liddell

( sc. γῆ) dry land, v. ξηρός III.