Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πρωιμότητα
Greek Monolingual
η, Ν πρώιμος 1. η ιδιότητα του πρώιμου, πρωιμιά 2.ζωολ. η ικανότητα του ζώου να εμφανίζει σε μικρή ηλικία τις ζωοτεχνικές ιδιότητες για τις οποίες εκτρέφεται και τις χαρακτηριστικές για το είδος παραγωγικές ικανότητες.