πρωτοβρόχι

Greek Monolingual

το, Ν
συν. στον πληθ. τα πρωτοβρόχια
οι πρώτες βροχές του έτους που πέφτουν κατά το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + βροχή.