πρωτοκαθεδρίτης

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοκαθεδρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ ἕδρᾳ καθήμενος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
ο κάτοχος της πρωτοκαθεδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτοκαθεδρία + επίθημα -ίτης].