πρωτοφυής
English (LSJ)
πρωτοφυές, first-produced, first-born, A.R.3.851.
German (Pape)
[Seite 807] ές, zuerst geworden, entstanden, Ap. Rh. 3, 851.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοφυής: -ές, ὁ πρῶτος φυείς, γεννηθείς, πρωτότυπος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 851.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που γεννήθηκε ή παράχθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -φυής (< φυή / φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. πολυφυής].
Léxico de magia
-ές primer engendrado de Helios ἔστιν οὖν τοῦ πρωτοφυοῦς θεοῦ καὶ πρωτογενοῦς ῥυστική ésta es, pues, la fórmula protectora del dios primer engendrado y nacido P I 196