πρωτόσπορος
English (LSJ)
ον, Pass., first sown or generated, Theodect. 18, Nonn. D. 9.142, etc.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
πρωτόσπορος: впервые созидающий, творящий (θεοῦ φωνή Anth.).
German (Pape)
zuerst gesät, gezeugt; ἀρχή, Luc. amor. 32, wie Coluth. 62; Ἥρη, Nonn. D. 9.142; Christus, θεοῦ φωνή, Claudian. (I.19).