πρωϊότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, earliness, of fruits, Thphr. CP 4.11.9.
German (Pape)
[Seite 803] ητος, ἡ, Frühzeitigkeit, frühzeitige Reise, Theophr.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α πρώϊος
(για καρπούς) η ιδιότητα του πρωΐου, η πρωιμότητα.
-ητος, ἡ, earliness, of fruits, Thphr. CP 4.11.9.
[Seite 803] ητος, ἡ, Frühzeitigkeit, frühzeitige Reise, Theophr.
-ητος, ἡ, Α πρώϊος
(για καρπούς) η ιδιότητα του πρωΐου, η πρωιμότητα.