πρωιμότητα

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

η, Ν πρώιμος
1. η ιδιότητα του πρώιμου, πρωιμιά
2. ζωολ. η ικανότητα του ζώου να εμφανίζει σε μικρή ηλικία τις ζωοτεχνικές ιδιότητες για τις οποίες εκτρέφεται και τις χαρακτηριστικές για το είδος παραγωγικές ικανότητες.