πρόκατε

English (LSJ)

v. πρόκα.

French (Bailly abrégé)

v. προκά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόκατε zie πρόκα.

Russian (Dvoretsky)

πρόκᾰτε: v.l. = πρόκα τε (см. πρόκα).

Greek (Liddell-Scott)

πρόκατε: ἴδε πρόκα.

Greek Monolingual

Α
βλ. πρόκα (Ι).