πρόνους

English (LSJ)

-ουν, contr. for πρόνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att.
v. πρόνοος.

Greek Monolingual

-ουν, Α
βλ. πρόνοος.

Middle Liddell

πρό-νους, ουν, = προμηθής
careful, Hdt.:—comp. προνούστερος, Soph.

German (Pape)

zusammengezogen aus πρόνοος.