προμηθής Search Google

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμηθής Medium diacritics: προμηθής Low diacritics: προμηθής Capitals: ΠΡΟΜΗΘΗΣ
Transliteration A: promēthḗs Transliteration B: promēthēs Transliteration C: promithis Beta Code: promhqh/s

English (LSJ)

Dor. προμᾱθής, προμηθές,
A forethinking, provident, prescient, foreseeing, prudent, μέλλησις Th.3.82; τὸ προμηθές = προμήθεια, Id.4.92; εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηθέστερος Pl.La.188b: Sup., προμηθέστατον σόφισμα Hdn.3.2.3 (s.v.l.); troubling oneself, caring about a thing, τοῦ θανεῖν S.El.1078 (lyr.). Adv. προμηθῶς = prudently, cautiously, cleverly J.BJ1.27.2; ὁ ἀριθμὸς τῶν μυῶν π. ἐξεύρηται Gal.UP5.14, etc.: Comp., ἐπὶ τὸ προμηθέστερον ποιεῖν τι Hp.Art.69, cf. J.BJ1.19.2: Sup. προμηθέστατα Ael.NA9.42.
II of things, requiring forethought, Hp.Acut.13 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 734] ές (μήδομαι, μῆτις), vorsorglich, besorgt; οὔτε τι θανεῖν προμηθής, Soph. El. 1067, nicht achtend; εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηθέστερον εἶναι, Plat. Lach. 188 b; Thuc. 3, 82; τὸ προμηθές, die Vorsicht, 4, 92.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui s'inquiète d'avance, gén.;
2 prévoyant, prudent ; τὸ προμηθές la prévoyance, la prudence.
Étymologie: πρό, μανθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προμηθής -ές, Dor. προμᾱθής [προμανθάνω] voorzichtig:; εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηθέστερον voorzichtiger in zijn verdere leven Plat. Lach. 188b; bezorgd:; τοῦ θανεῖν προμηθής bezorgd te sterven Soph. El. 1077; subst. τὸ προμηθές voorzichtigheid. Thuc. 4.92.2. pass. voorzichtigheid vragend. Hp. Acut. 13.

Russian (Dvoretsky)

προμηθής: дор. προμᾱθής 2 осмотрительный, осторожный (μέλλησις Thuc.): οὔ τι τοῦ θανεῖν π. Soph. не боящийся смерти; π. εἴς τι Plat. заботящийся о чем-л.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. προμαθής, -ές, Α
1. προνοητικός («εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηθέστερος», Πλάτ.)
2. αυτός που ανησυχεί και φροντίζει για κάτιοὔτε τι τοῦ θανεῖν προμηθής», Σοφ.)
3. (για πράγμα) αυτός απαιτεί πρόνοια
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ προμηθές
η προμήθεια, η πρόνοια.
επίρρ...
προμηθῶς Α
με προηγούμενη σκέψη («ὁ ἀριθμὸς τῶν μυῶν προμηθῶς ἐξεύρηται», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προ-μηθής / προ-μᾱθής (< προ- + αμάρτυρο τ. μῆθος), ανάγεται πιθ. σε μακρόφωνη ρίζα mādh- παράλληλη της βραχύφωνης ρίζας mendh- «προσφέρω το πνεύμα, την ψυχή μου» του μανθάνω (πρβλ. gwā- και gwem- τών βαίνω και ἔβην). Κατ' άλλους, η μακρότητα του φωνηεντισμού στον τ. προ-μηθής οφείλεται σε επίδραση της συνώνυμης λ. μῆτις «φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα»].

Greek Monotonic

προμηθής: Δωρ. -μᾱθής, -ές (μᾰθεῖν), προνοητικός, προβλεπτικός, προσεκτικός, σε Θουκ.· τὸπρομηθές = προμήθεια, στον ίδ.· με γεν., αυτός που με ανησυχία φροντίζει για ένα πράγμα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προμηθής: Δωρ. προμᾱθής, ές, ὁ προηγουμένως σκεπτόμενος, προνοῶν, προσεκτικός, σώφρων, μέλλησις Θουκ. 3. 82· τὸ προμηθές = προμήθεια ὁ αὐτ. 4. 92· εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηθέστερος Πλάτ. Λάχ. 188Β· ― ἀνησύχως φροντίζων περί τινος πράγματος, ἀνησυχῶν, οὔτε τι τοῦ θανεῖν προμηθὴς Σοφ. Ἠλ. 1078 ― Ἐπίρρ. -θῶς, Γαλην. κλπ.· ἐπὶ τὸ προμηθέστερον ποιεῖν τι Ἱππ. 832α. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἀπαιτῶν πρόνοιαν, σκέψιν ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. 385. 34. (Δύσκολον εἶναι νὰ μὴ σχετίσῃ τις τὴν λέξιν πρὸς τὴν √ΜΑ, μαθεῖν, μῆτις, καὶ νὰ μὴ θεωρήσῃ τὸ Προμηθεὺς ὡς παραγόμενον ἐξ αὐτῆς· ἂν καί τινες ἰσχυρίζονται ὅτι προμηθεὺς = τῷ Σανσκρ. pramanthas, ὅπερ εἶναι ῥάβδος διὰ τῆς τριβῆς παράγουσα πῦρ).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: forethinking, cautious (IA.).
Derivatives: 1. προμήθ-εια (Att.), also -ία (trag.), Ion. -ίη, Dor. -μάθεια f. caution, foresight; 2. Προμηθ-εύς, Dor. -μαθ-, m. "the forethinking one", Prometheus (Hes., Pi.), secondary appellative (A.); to this as opposite Ἐπιμηθεύς (cf. Bosshardt 95 f.); with -ειος belonging to P. (Nic., AP), τὰ Π-εια P.-festival (Att.), -ικῶς in a way worthy to P. (Ar.; at the same time connected with προμηθής); 3. προμηθ-έομαι to be forethinking, cautious (IA.), also -εύομαι id. (Alex. Aphr.) with -ευτικός = προμηθής (Eust.); on προμήθεσαι (ipv. aor.?, Archil.?) s. P. Maas KZ 60, 286.
Origin: IE [Indo-European] [730] *mendh- direct ones mind on
Etymology: From πρό and *μῆθος, *μᾶθος, which may be semantically connected with μαθεῖν. If one does not want to separate the last from μενθήρη, Goth. mundon sis etc., one must assume in προμηθής a derailment, perhaps after μήδομαι or μῆτις; cf. WP. 2, 271. -- Diff. Bq and Hofmann Et. Wb. s.v.

Middle Liddell

προ-μηθής, δοριξ προ-μᾱθής, ές [μᾰθεῖν]
forethinking, provident, cautious, Thuc.; τὸ προμηθές, = προμήθεια, Thuc.: c. gen. troubling oneself about a thing, Soph.

Frisk Etymology German

προμηθής: {promēthḗs}
Meaning: vorbedacht, vorsichtig (ion. att.).
Derivative: Davon 1. προμήθεια (att.), auch -ία (Trag.), ion. -ίη, dor. -μάθεια f. Vorsicht, Fürsorge; 2. Προμηθεύς, dor. -μαθ-, m. "der Vorbedachte", Prometheus (seit Hes., Pi.), sekundär appellativisch (A.); dazu als Oppositum Ἐπιμηθεύς (vgl. Bosshardt 95 f.); mit -ειος ‘dem P. gehörig’ (Nik., AP), τὰ Πεια ‘P.-fest’ (att.), -ικῶς ‘in einer dem P. angemessenen Weise’ (Ar.; mit gleichzeitiger Anknüpfung an προμηθής); 3. προμηθέομαι vorbedacht, vorsichtig sein (ion. att.), auch -εύομαι ib. (Alex. Aphr.) mit -ευτικός = προμηθής (Eust.); zu προμήθεσαι (Ipv. Aor.?, Archil.?) s. P. Maas KZ 60, 286.
Etymology: Aus πρό und *μῆθος, *μᾶθος, das sich semantisch glatt an μαθεῖν anschließen läßt. Will man letzteres von μενθήρη, got. mundon sis usw. nicht trennen, bleibt somit nichts anderes übrig als in προμηθής eine Entgleisung zu sehen, etwa nach μήδομαι oder μῆτις; vgl. WP. 2, 271. — Anders Bq und Hofmann Et. Wb. s.v.
Page 2,599

English (Woodhouse)

cautious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

cautus, cautious, wary, 3.82.4,
cautio, precaution, care, 4.92.2.

Translations

provident

Armenian: հեռատես, շրջահայաց, կանխատես; Bulgarian: предвидлив; Dutch: voorziend, vooruitziend, voorzichtig, vooruitkijkend, voorbedachtzaam, voorzorgend, voorzorgelijk, vooruitschouwend, provident; Finnish: kaukokatseinen, kaukoviisas; German: vorausschauend, vorsorgend, vorsorglich; Icelandic: fyrirhyggjusamur, forsjáll, framsýnn, aðgætinn; Korean: 신중한; Polish: przezorny; Russian: предвидящий, предусмотрительный; Spanish: providente; Ukrainian: передбачливий

prudent

Arabic: حَرِيص‎, حَكِيم‎; Egyptian Arabic: حريص‎; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı