πρόσμειξις
English (LSJ)
-εως, ἡ, (προσμείγνυμι ΙΙ) coming near to, and (in hostile sense) attack, assault, Th.5.72; ἡ τῶν ἁρμάτων π. D.C.40.2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσμειξις -εως, ἡ [προσμείγνυμι] aanval.
-εως, ἡ, (προσμείγνυμι ΙΙ) coming near to, and (in hostile sense) attack, assault, Th.5.72; ἡ τῶν ἁρμάτων π. D.C.40.2.
πρόσμειξις -εως, ἡ [προσμείγνυμι] aanval.