πρόστηξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, attachment, devotion, τῆς φυχῆς Plu.2.1089c.

German (Pape)

[Seite 782] ἡ, Anhänglichkeit, τῆς ψυχῆς, Plut. non posse 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se fondre sur ; fig. action de s'attacher à.
Étymologie: προστήκω.

Greek Monolingual

-ήξεως, ἡ, Α προστήκομαι
προσκόλληση, αφοσίωσηπρόστηξις τῆς ψυχῆς», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

πρόστηξις: εως ἡ привязанность, тяготение (τῆς ψυχῆς Plut.).