πρόστριψη

Greek Monolingual

η / πρόστριψις, -ίψεως, ΝΑ προστρίβω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προστρίβω, η τριβή δύο πραγμάτων μεταξύ τους («τῶν ὑποζυγίων τὰ τριχώματα γίνεται λευκὰ ἐκ προστρίψεων τῆς ἀστράβης», Αριστοτ.).