προστρίβω

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστρίβω Medium diacritics: προστρίβω Low diacritics: προστρίβω Capitals: ΠΡΟΣΤΡΙΒΩ
Transliteration A: prostríbō Transliteration B: prostribō Transliteration C: prostrivo Beta Code: prostri/bw

English (LSJ)

[ῑ],
A rub on or rub against: abs., προστρίβοντα = by friction, Arist.HA535b23:—Med., rub oneself against, τῷ τοίχῳ IG42(1).126.10 (Epid., ii A.D.):—Pass., to be rubbed on, Dsc.4.153; προστετριμμένος = worn away, dulled, πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις A.Eu.238.
II attribute, πᾶν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῖς θεοῖς D.L.Prooem.5.
III more freq. in Med., mostly in bad sense, inflict or cause to be inflicted, πληγάς τισι Ar.Eq.5; ὑμῖν τὸ μήνιμα τῶν ἀλιτηρίων προστρίψομαι Antipho 4.2.8; τινὶ συμφορὰν ἢ βλασφημίαν ἢ κακόν D.25.52; τὴν ὑποψίαν τῆς προδοσίας Plu.2.89f:—Pass., γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται A.Pr.331, cf.Sammelb.5273.12 (v A.D.), PMonac.6.66 (vi A.D.).
2 in good sense, πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῖς κεκτημένοις attach to them the reputation of wealth, D.22.75, 24.183.
3 impart, [χροιᾶς] φάντασμα τοῖς ὁρατοῖς Gal.7.96.

German (Pape)

[Seite 783] daran reiben, abreiben, ἀμβλὺν ἤδη προστετριμμένον τε πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις, Aesch. Eum. 229; – durch Anreiben mitteilen, anhängen, zufügen, γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται, Aesch. Prom. 329; Ar. im med., πληγὰς ἀεὶ προστρίβεται τοὺς οἰκέτας, Equ. 5, gewissermaßen Schläge einreiben, prügeln; u. so im med. in sp. Prosa öfter, bes. mit Schmach, Vorwurf beflecken, ἔοικεν ὥσπερ συγγενικὸν νόσημα αὐτῷ προστρίψασθαι τὴν φιλαργυρίαν ἡ φύσις, Plut., der de cap. ex host. util. p. 278 sagt Θεμιστοκλεῖ δὲ Παυσανίας μηδὲν ἀδικοῦντι προσετρίψατο τὴν ὑποψίαν τῆς προδοσίας, er machte, daß auch auf ihn der Verdacht des Verrathes fiel, welcher Ausdruck wahrscheinlich vom Besudeln mit Schmutz oder angespritzten Farben hergenommen ist; vgl. noch μήνιμά τινι προστρίψομαι, Antiph. IV β 8; seltner auch von guten Dingen, πλούτου δόξαν τινὶ προστρίβεσθαι, Einem die Meinung des Reichtums zuwenden, d. i. Andere glauben machen, daß er reich ist, Dem. 22, 75. 24, 183.

French (Bailly abrégé)

1 frotter contre, fig. faire participer à, communiquer ; attribuer : τί τινι qch à qqn;
2 user;
Moy. προστρίβομαι frotter contre : πληγάς τινι AR asséner des coups à qqn ; fig. τινι ὑποψίαν προδοσίας PLUT infliger à qqn le soupçon de trahison.
Étymologie: πρός, τρίβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-τρίβω meest med. toebrengen; met acc. en dat..; πληγὰς ἀεὶ προστρίβεται τοῖς οἰκέταις hij deelt altijd slaag uit aan zijn slaven Aristoph. Eq. 5; δοκεῖ δέ μοι καὶ τὸ φιλιατρεῖν Ἀλεξάνδρῳ προστρίψασθαι... Ἀριστοτέλης het lijkt mij dat Aristoteles Alexander ook de liefde voor de geneeskunst heeft bijgebracht Plut. Alex. 8.1; pass.. γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται straf wordt toebedeeld aan dwaze uitspraken Aeschl. PV 329. wrijven tegen, met dat.; abs. pass.. προστετριμμένον uitgeput Aeschl. Eum. 238.

Russian (Dvoretsky)

προστρίβω: (ῑ)
1 тереть, натирать, обтирать (τὰ βράγχια προστρίβοντα Arst.): προστετριμμένος τινί Aesch. обтершийся обо что-л., т. е. очистившийся общением с чем-л.;
2 тж. med., перен. сообщать, уделять, придавать (τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῖς θεοῖς Diog. L.): πλούτου δόξαν προστρίβεσθαί τινι Dem. приписывать кому-л. богатство; τὰς αἰτίας τινὶ προστριβόμενος Plut. сваливая на кого-л. вину;
3 преимущ. med. навлекать, налагать (γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται Aesch.): πληγὰς προστρίβεσθαί τινι Arph. наносить кому-л. побои;
4 med. причинять (συμφοράν τινι Dem.): προστρίψασθαί τινι ἀνάγκην τινός Plut. принудить кого-л. к чему-л.

Greek (Liddell-Scott)

προστρίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, τρίβω πρός τι ἢ ἐπί τινος ἢ μέ τι, τινί τι Βασίλ.· ἀπολ., προστρίβοντα, διὰ προστριβῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 6. - Παθ., προστετριμμένος τισί, κατατετριμμένος, ἐξηντλημένος ἕνεκα κτλ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 238. ΙΙ. ἀπονέμω, ἀποδίδω, πᾶν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῖς θεοῖς Διογ. Λ. ἐν τῷ προοιμ. 5. Παθ., γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται Αἰσχύλ. Πρ. 329. ΙΙΙ. συχνότερον, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐπιβάλλω ἢ ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐπιβληθῇ τι, πληγάς τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 5· ὑμῖν τὸ μήνιμα τῶν λιτηρίων προστρίψομαι Ἀντιφῶν 127. 2· συμφορὰν ἢ βλασφημίαν ἢ κακὸν Δημ. 786. 6· τὴν ὑποψίαν τῆς προδοσίας Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 89F· ἀλλ’ ὡσαύτως 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, πλούτου δόξαν προστρίβομαί τινι, προσάπτω εἴς τινα τὴν δόξαν τοῦ πλούτου, Δημ. 617. 4., 757. 16.

Greek Monolingual

ΝΑ τρίβω
τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο
αρχ.
1. αποδίδω («πᾶν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῖς θεοῖς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.)
2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῖς κεκτημένοις», Δημοσθ.)
3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] φάντασμα τοῖς ὁρατοῖς», Γαλ.)
4. (ιδίως το μέσ.) προστρίβομαι
(με κακή σημ.) επιβάλλω ή ενεργώ ώστε να επιβληθεί σε κάποιον κάτι («ὑμῖν τὸ μήνιμα τῶν ἀλιτηρίων προστρίψομαι», Αντιφ.)
5. παθ. φθείρομαι λόγω τριβής, εξαντλούμαι («ἀμβλὺν ἤδη προστετριμμένον τε πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

προστρίβω: [ῑ], μέλ. -ψω,
1. τρίβω σε κάτι — Παθ., προστετριμμένος τισί, εξαντλημένος από τη συναναστροφή με τους άλλους, σε Αισχύλ. — Μέσ. κυρίως με αρνητική σημασία, ενεργώ ώστε να επιβληθεί κάτι, πληγάς τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., επιβάλλομαι σε, τινί, σε Αισχύλ.
2. με θετική σημασία, πλούτου δόξαν προστρίβεσθαί τινι, συνδέω κάποιον με τη δόξα του πλούτου, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ψω
1. to rub against:—Pass., προστετριμμένος τισί worn down by intercourse with others, Aesch.: Mid., mostly in bad sense, to inflict or cause to be inflicted, πληγάς τινι Ar.: Pass. to be inflicted upon, τινί Aesch.
2. in good sense, πλούτου δόξαν προστρίβεσθαί τινι to attach to one the reputation of wealth, Dem.