πρόχρονος

English (LSJ)

πρόχρονον, anticipatory, πράγματα μετάχρονα ἢ π. Luc.Salt.80.

German (Pape)

[Seite 800] vorausgehend in der Zeit, aus voriger Zeit, Luc. de salt. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
antérieur.
Étymologie: πρό, χρόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόχρονος -ον [πρό, χρόνος] voortijdig.

Russian (Dvoretsky)

πρόχρονος: прошлый, прежний (πράγματα Luc.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υπήρχε προτού υπάρξει χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρόνος (πρβλ. σύγχρονος, υπέρ-χρονος)].

Greek Monotonic

πρόχρονος: -ον, αυτός που ανήκει στους παλαιότερους χρόνους, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχρονος: -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.

Middle Liddell

πρό-χρονος, ον,
of former time, Luc.