πρύμναδε

English (LSJ)

Adv. towards the stern, Hsch.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) προς την πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη / πρύμνα + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνηνδε, μάχηνδε)].