κρήνηνδε
From LSJ
English (LSJ)
Adv. to a well or spring, Od. 20.154.
German (Pape)
[Seite 1507] zur Quelle hin, Od. 20, 154.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers la fontaine.
Étymologie: κρήνη, -δε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρήνηνδε [κρήνη] adv., naar de bron toe.
Russian (Dvoretsky)
κρήνηνδε: adv. к источнику (ἔρχεσθαι Hom.).
Greek Monolingual
κρήνηνδε (Α)
επίρρ. στην πηγή («ταὶ δὲ μεθ' ὕδωρ ἔρχεσθε κρήνηνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνην + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. οίκα-δε, πόλιν-δε)].
Greek Monotonic
κρήνηνδε: επίρρ., σε πηγάδι ή πηγή, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
κρήνηνδε: Ἐπίρρ. εἰς κρήνην, Ὀδ. Υ. 154.