πρώτιο

Greek Monolingual

το, Ν
(πυρην. -χημ.) ονομασία που μερικές φορές χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό του ισοτόπου 1 του υδρογόνου (Η-1), όταν πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε αυτό και στα άλλα ισότοπά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protium < prot- (< πρώτος) + νεολατ. κατάλ. -ium].