πτέσθαι

English (LSJ)

v. πέτομαι. πτῆμα, ατος, τό, flight, Suid. πτήν, πτηνός, ὁ, ἡ, winged, Hdn.Gr.in An.Ox.3.243, EM694.7. πτῆναι, v. πέτομαι.

French (Bailly abrégé)

v. πέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτέσθαι inf. aor. van πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

πτέσθαι: inf. aor. 2 к πέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πτέσθαι: ἴδε πέτομαι.

Greek Monotonic

πτέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του πέτομαι.