πτεροφόρης

Greek (Liddell-Scott)

πτεροφόρης: -ου, ὁ, ὄνομα ἱερῶν τινων λειτουργῶν ἐν Αἰγύπτᾳ, οἵτινες ἐπεκαλοῦντο οὕτως ἐκ τῆς πτέρυγος ἱέρακος, ἣν ἔφερον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Διόδ. 1. 87, Κλήμ. Ἀλ. 757· διακρίνονται δὲ ἀπὸ τῶν ἱερογραμματέων ἐν τῇ ἐπιγραφῇ τῆς Ροσέττης (Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 7), ἀλλὰ ταυτίζονται πρὸς αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ Διοδ. καὶ Κλήμ. Ἀλ. (ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 5)· ― περὶ τοῦ τύπου ἴδε Keil. Inscr. Boeot. σ. 18.

Russian (Dvoretsky)

πτεροφόρης: ου ὁ птерофор (египетский священнослужитель, носивший ястребиное перо на головном уборе) Diod.