πτερυγοειδής

English (LSJ)

πτερυγοειδές, like a wing, only Adv. πτερυγοειδῶς Thphr. HP 3.12.7, PMag.Berol.2.2.

German (Pape)

[Seite 809] ές, flügelartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτερῠγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πτέρυγα, ἀπόφυσις Γαλην. 2. 743. -Ἐπίρρ. -δῶς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7.

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ
αυτός που μοιάζει με πτέρυγα, που έχει σχήμα φτερού (α. «πτερυγοειδής απόφυση» β. «πτερυγοειδῆ νεῡρα», Γαλ.)
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχέση με το σφηνοειδές οστό της βάσης του κρανίου (α. «πτερυγοειδείς βόθροι» β. «πτερυγοειδείς μύες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το πτερυγοειδές
ραχιαίο σκελετικό τμήμα του γναθικού τόξου που συμμετέχει στη διαμόρφωση της πρωτογενούς υπερώας.
επίρρ...
πτερυγοειδῶς Α
σε σχήμα πτέρυγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + -ειδής. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pterygoid].