διαμόρφωση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM διαμόρφωσις, -εως) διαμορφώνω
1. διάπλαση, σχηματισμός
νεοελλ.
1. διευθέτηση
2. ο τρόπος με τον οποίο έχει μορφοποιηθεί κάτι («διαμόρφωση του εδάφους»)
3. τελικός σχηματισμός, οριστική μορφή
αρχ.
σχήμα ή τρόπος έκφρασης, η διατύπωση.