πτολεμίζω
English (LSJ)
πτολεμιστής, πτόλεμόνδε, Ep. for πολεμ-.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
poét. c. πολεμίζω.
Greek (Liddell-Scott)
πτολεμίζω: πτολεμιστής, πτόλεμόνδε, Ἐπικ. ἀντὶ πολεμ-.
English (Autenrieth)
fut. -ίξομεν: fight, war; πόλεμον, Il. 2.121; ‘to fight with,’ Il. 18.258.;;: see πολεμίζω, etc.
Greek Monolingual
Α
βλ. πολεμίζω.
Greek Monotonic
πτολεμίζω: πτολεμιστής, πτολεμόνδε, Επικ. αντί πολεμ-.