Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πτυχίο
Greek Monolingual
το / πτυχίον, ΝΜΑ νεοελλ. πιστοποιητικό ανώτατης σχολής που χορηγείται σε όποιον ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές του μσν.-αρχ. διπλωμένο βιβλίο, πτύχιον. [ΕΤΥΜΟΛ.<πτύχιον, με καταβιβασμό του τόνου].