πιστοποιητικό
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
Greek Monolingual
το, Ν
1. (νομ.) ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο βεβαιωτικό πραγματικού ή νομικού γεγονότος το οποίο συνδέεται με ορισμένη έννομη συνέπεια (α. «πιστοποιητικό υγείας» β. «πιστοποιητικό καταλληλότητος πλοίου» γ. «πιστοποιητικό γάμου»
2. φρ. «πιστοποιητικά κοινωνικών [δηλ. πολιτικών] φρονημάτων» — πιστοποιητικά περιώνυμα για την καταλυτική τους δύναμη ως προϋποθετικών προσλήψεων στο δημόσιο κατά τη μετεμφύλια ιδίως περίοδο και πάντως μέχρι τη μεταπολίτευση, βάσει τών οποίων αποκλείονταν κυρίως από τις δημόσιες πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες και σχολές, οι πολίτες αριστερών φρονημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επίθ. πιστοποιητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].