πτωχίστερος
English (LSJ)
v. πτωχός.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Cp. de πτωχός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτωχίστερος comp. van πτωχός.
Russian (Dvoretsky)
πτωχίστερος: compar. к πτωχός I.
Greek Monolingual
-έρα, -ον, Α
ο φτωχότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κατάλ. -ίστερος τών ανώμαλων συγκριτικών (πρβλ. βλακίστερος)].
Greek Monotonic
πτωχίστερος: ανώμ. συγκρ. του πτωχός.
Greek (Liddell-Scott)
πτωχίστερος: ἴδε πτωχός.
Middle Liddell
[irreg. comp. of πτωχός.]