πτωχίστερος

English (LSJ)

v. πτωχός.

German (Pape)

[Seite 813] irr. comp. zu πτωχός, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

Cp. de πτωχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτωχίστερος comp. van πτωχός.

Russian (Dvoretsky)

πτωχίστερος: compar. к πτωχός I.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α
ο φτωχότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κατάλ. -ίστερος τών ανώμαλων συγκριτικών (πρβλ. βλακίστερος)].

Greek Monotonic

πτωχίστερος: ανώμ. συγκρ. του πτωχός.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχίστερος: ἴδε πτωχός.

Middle Liddell

[irreg. comp. of πτωχός.]