πυκνοδεντριά

Greek Monolingual

και πυκνοδενδριά, η / πυκνοδενδρία, ΝΜ
τόπος πυκνά καλυμμένος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + δέντρο(ν) + κατάλ. -ιά].