πυκνοφυτεύω

Greek Monolingual

Ν
1. φυτεύω πολλά δέντρα σε λίγο χώρο
2. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) πυκνοφυτεμένος, -η, -ο
(για έκταση) αυτός που έχει πυκνή βλάστηση.