πυκνόν
English (LSJ)
neut. Adj. used as adverb, v. πυκνός B. II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυκνόν adv., zie πυκνός.
Russian (Dvoretsky)
πυκνόν: adv. Plut. = πυκνά.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόν: οὐδ. ἐπίθ. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. πυκνὸς Β. ΙΙ.
Greek Monolingual
Α
βλ. πυκνός.
Greek Monotonic
πυκνόν: ουδ. επίθ., χρησιμ. ως επίρρ., βλ. πυκνός Β. II.