πυλωνοφύλαξ

English (LSJ)

[φῠ], ᾰκος, ὁ, warder, gate-keeper, BGU14v2 (iii A.D.).

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
ο φύλακας πυλώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυλών, -ῶνος + φύλαξ.