πυλών
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, gateway, Arist.Mu.398a16 (pl.), PCair.Zen.193.9 (iii B.C.), PEnteux.74.3 (iii B.C.), Sammelb.6157 (ii B.C.), IG3.398 (pl.); freq. separated from the house or temple to which it gave entrance, gate-tower, gate-house, IPE12.32B48 (Olbia, iii B.C.), Plb.4.18.2, Luc.Hipp.5, etc.; of a temple, Plu.Tim.12; τετράθυρος π. Callix.1; π. τὸ μῆκος δίπλεθρος D.S.1.47, cf. Luc.Nigr.23; ἡ θύρα τοῦ π. Act.Ap.12.13.
German (Pape)
[Seite 817] ῶνος, ὁ, Thor; πυλῶνα καταβαλεῖν, Eur. Cycl. 239; τοῖς πυλῶσι κόραξ, Ep. ad. 90 (XI, 203); Gebäude über dem Thore, Portal, der Thurm mit dem Thore, Pol. 4, 18, 12 u. öfter; τετράθυρος, mit vier Thüren, Ath. V, 205 b; ὑψηλός, Luc. Hipp. 5. – Vorsaal, Vorzimmer, Luc. Nigr. 23.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
grande porte, portail ; porche ; vestibule ; à Rome atrium.
Étymologie: πύλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυλών -ῶνος, ὁ [πύλη] poortgebouw.
Russian (Dvoretsky)
πῠλών: ῶνος ὁ
1 ворота (крытые или с башней) Arst., Polyb., Plut., NT;
2 пилон Diod.;
3 (лат. vestibulum) передний зал, передняя Luc., NT.
Greek (Liddell-Scott)
πῠλών: -ῶνος, ὁ, (πύλη) ἐξωτερικὴ εἴσοδος εἰς βασίλειον οἶκον, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 521, κ. ἀλλ.˙ συχνάκις ὁ πυλὼν ἦτο κεχωρισμένος τῆς οἰκίας ἢ τοῦ ναοῦ ἐν εἴδει προπυλαίων ἢ ἐξωτερικῆς πύλης ἢ πύργου μετὰ πύλης, Πολύβ. 4. 18, 2, Λουκ. Ἱππ. 5. κτλ.˙ ἐπὶ ναοῦ, Πλουτ. Τιμολ. 12˙ τετράθυρος π. Καλλίξενος παρ’ Ἀθην. 205Β˙ π. τὸ μὲν μῆκος δίπλεθρον κτλ. Διόδ. 1. 47, πρβλ. Λουκ. Νιγρῖν. 23˙ ἡ θύρα τοῦ π. Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 13.
English (Strong)
from πύλη; a gate-way, door-way of a building or city; by implication, a portal or vestibule: gate, porch.
English (Thayer)
πυλῶνος, ὁ (πύλη) (Aristotle, Polybius, others), the Sept. often for פֶּתַח, sometimes for שַׁעַר;
1. a large gate: of a palace, the anterior part of a house, into which one enters through the gate, porch: ἡ θύρα τοῦ πυλῶνος, Acts 12:13.
Greek Monotonic
πῠλών: -ῶνος, ὁ (πύλη), εξωτερική πύλη, πύλη με τον πύργο της, σε Πολύβ. κ.λπ.
Middle Liddell
πῠλών, ῶνος, ὁ, πύλη
a gateway, gate-house, Polyb., etc.
Chinese
原文音譯:pulèn 匹朗
詞類次數:名詞(18)
原文字根:大門
字義溯源:建築物的大門口,門廊,玄關,門,門口,外院;源自 (πύλη)*=大門。參讀 (θύρα)同義字
出現次數:總共(18);太(1);路(1);徒(5);啓(11)
譯字彙編:
1) 門(14) 路16:20; 徒12:14; 徒12:14; 啓21:12; 啓21:12; 啓21:13; 啓21:13; 啓21:13; 啓21:13; 啓21:15; 啓21:21; 啓21:21; 啓21:25; 啓22:14;
2) 門口(3) 太26:71; 徒10:17; 徒14:13;
3) 外院(1) 徒12:13