πυρήνεμος
English (LSJ)
πυρήνεμον, (ἄνεμος) fanning fire, AP6.101 (Phil., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 821] Feuer anblasend, Feuer anfachend, ῥιπίς, Philp. 13 (VI, 101).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui souffle ou attise le feu.
Étymologie: πῦρ, ἄνεμος.
Russian (Dvoretsky)
πῠρήνεμος: раздувающий пламя (ῥιπίς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ ῥιπίζων τὸ πῦρ, Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φυσά τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. ποδ-ήνεμος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
πυρήνεμος: -ον (ἄνεμος), αυτός που φυσάει ελαφρά τη φωτιά, σε Ανθ.