τό, f.l. for πυρεῖον, Corn.ND19, Anthem.p.153 W.
[Seite 822] τό, = πυρεῖον. – Räucherfaß, LXX.
πῠρίον: τό, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ πυρεῖον.