πυραμητός
English (LSJ)
ὁ, (πυρός, ἀμητός) the time of the wheat-harvest, Arist.HA571a26, Thphr. HP 7.6.2,9.9.2, Damocr. ap. Gal.14.94.
German (Pape)
[Seite 820] ὁ, die Weizenernte u. die Zeit derselben; Arist. H. A. 6, 17; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
πῡρᾱμητός: ὁ уборка пшеницы Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρᾱμητός: ὁ, (πυρὸς) = πυροῦ ἀμητός, σίτου θερισμός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6, 17, 15, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 2. ΙΙ. ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ τοῦ σίτου, τῷ πυραμητῷ σκίλλαν εὐμεγέθη λαβὼν… ἔμβαλ’ αὐτὴν κτλ. Δημοκράτης παρὰ Γαλην. 14. 94, 19.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. η εποχή του θερισμού του σίτου
2. ο θερισμός του σίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + ἀμητός/ ἄμητος «ο καιρός του θερισμού» (< ἀμῶ «θερίζω»)].