πυργίδιον
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of πύργος, Ar.Eq.793; as a farm-building, IG22.2776.15,24.
German (Pape)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυργίδιον -ου, τό [πύργος] torentje.
Russian (Dvoretsky)
πυργίδιον: (ῐδ) τό башенка, вышка Arph.
Greek Monotonic
πυργίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του πύργος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πυργίδιον: [ῐ] τό, ὑποκορ. τοῦ πύργος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 793.
Middle Liddell
πυργῐ́διον, ου, τό, [Dim. of πύργος, Ar.]