πυργίδιον

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of πύργος, Ar.Eq.793; as a farm-building, IG22.2776.15,24.

German (Pape)

[Seite 820] τό, dim. von πύργος, Ar. Equ. 790.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυργίδιον -ου, τό [πύργος] torentje.

Russian (Dvoretsky)

πυργίδιον: (ῐδ) τό башенка, вышка Arph.

Greek Monotonic

πυργίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του πύργος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πυργίδιον: [ῐ] τό, ὑποκορ. τοῦ πύργος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 793.

Middle Liddell

πυργῐ́διον, ου, τό, [Dim. of πύργος, Ar.]