πυρηνομύκητες

Greek Monolingual

οι, Ν
(μυκητ.) κλάση ασκομυκήτων η οποία περιλαμβάνει τους ασκομύκητες που παράγουν περιθήκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrenomyketes (< πυρήνας + μύκητες). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη].