Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πυριτόλιθος
Greek Monolingual
ο, Ν (πετρογρ.) πολύ λεπτόκοκκο χαλαζιακό πέτρωμα, ποικιλία του διοξειδίου του πυριτίου, που αποτελεί κρυπτοκρυσταλλική μορφή του χαλαζία, με ελάχιστες προσμίξεις. [ΕΤΥΜΟΛ.<πυρίτης+λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Ὅμηρος.