πόδαυρος

English (LSJ)

πόδαυρον, (αὔρα) = ποδήνεμος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 642] windfüßig, schnell wie der Wind, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πόδαυρος: -ον, (αὔρα) «ποδαύρου· ἐρρωμένου τοὺς πόδας» Ἡσύχ., πρβλ. ποδήνεμος, τοῖς ποσὶ ταχύς, ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 260.

Greek Monolingual

ὁ, Α
δυνατός, γρήγορος στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + αὔρα (πρβλ. ἐναυρος)].