πόντικας

Greek Monolingual

ο, Ν
μεγεθ. του ποντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + μεγεθ. κατάλ. -ας (πρβλ. ρουθούνι: ρούθουνας, μερμήγκι: μέρμηγκας)].