πόρ

English (LSJ)

πούς (Lacon.), Hsch. πορδᾰκός, v. παρδακός.

Greek (Liddell-Scott)

πόρ: «πούς· Λάκωνες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) βλ. πους.