v. πόρπαμα.
[Seite 685] τό, ion. statt πόρπαμα, Eur. Rhes. 442.
-ήματος, τὸ, Μ, και πόρπαμα, Α πορπῶ, -άωένδυμα που στερεώνεται με πόρπηαρχ.η πόρπη.