πόρπαμα

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρπᾱμα Medium diacritics: πόρπαμα Low diacritics: πόρπαμα Capitals: ΠΟΡΠΑΜΑ
Transliteration A: pórpama Transliteration B: porpama Transliteration C: porpama Beta Code: po/rpama

English (LSJ)

-ατος, τό,
A garment fastened with clasps (πόρπη), always in plural, E.El.820, HF959, Rh.442.
II = πόρπη (buckle), IG 22.1126.31 (Decr.Amphict.).—E.ll.cc. preferred the Dor. form πόρπαμα· πόρπημα v.l. in Suid.

German (Pape)

[Seite 685] τό, das mit der πόρπη zugemachte, angehestelte od. befestigte Kleid; γυμνὸν σῶμα θεὶς πορπαμάτων, Eur. Herc. f. 959; El. 820.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόρπαμα -ατος, τό [πορπάω] steeds plur. kledingstuk (dat vastgemaakt wordt met een πόρπη).

Russian (Dvoretsky)

πόρπᾱμα: ατος τό (только pl.) платье с застежкой Eur.

Greek (Liddell-Scott)

πόρπᾱμα: τό, ἔνδυμα στερεούμενον διὰ πόρπης, ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἠλ. 820, Ἡρ. Ματν. 959, Ρῆσ. 442· πρβλ. περόνημα. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πόρπημα χλαμύς». ΙΙ. = πόρπη, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 27, ἴδε Böckh σ. 810. ― οἱ Ἀττ. προτιμῶσι τὸν Δωρ. τύπον πόρπαμα· πόρπημα εἶναι μεταγεν., οἷον Νικήτ. Χρον. 71D· πρβλ. πορπάω.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. πόρπημα.

Greek Monotonic

πόρπᾱμα: -ατος, τό (πορπάω), ένδυμα που δένεται με την πόρπην, στον πληθ., σε Ευρ.

Middle Liddell

πόρπᾱμα, ατος, τό, πορπάω
a garment fastened with a πόρπη, in plural, Eur.