πώεα

English (LSJ)

τά, v. πῶϋ. πῶθι, v. πῶ.

German (Pape)

[Seite 826] τά, s. πῶϋ.

French (Bailly abrégé)

v. πῶϋ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πώεα, τά plur. van πῶϋ.

Russian (Dvoretsky)

πώεα: τά pl. к πῶϋ.

Greek (Liddell-Scott)

πώεα: τά, ποίμνια, ἴδε πῶϋ, οἰῶν πώεα καλὰ Ὀδ. Λ. 402. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πώεα· βοσκήματα, πληθυντικῶς».

Greek Monolingual

τὰ, Α
πληθ. βλ. πῶϋ.

Greek Monotonic

πώεα: τά, πληθ. του πῶϋ.