πώλευμα
English (LSJ)
-ατος, τό, colt, Max.Tyr.7.8.
German (Pape)
[Seite 827] τό, das gebändigte, abgerichtete, zugerittene junge Pferd od. Tier übh., Max. Tyr. 7, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πώλευμα: τό, πῶλος, νέος ἵππος, μήτε ἀποσβεννύντες τὸν θυμὸν τῶν πωλευμάτων κτλ. Μάξ. Τύρ. 7. 8.
Greek Monolingual
-εύματος, τὸ, Α πωλεύω
πουλάρι δαμασμένο και γυμνασμένο να τρέχει.