ράξ

Greek Monolingual

ραγός, ἡ, ΜΑ
βλ. ρώγα.

Mantoulidis Etymological

-ραγός ἤ καί ἰων. ρώξ -ρωγός (=ρώγα σταφυλιοῦ). Ἀπό τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.