ρώξ

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek Monolingual

(I)
ῥωγός, ἡ, ΜΑ
ρήγμα, σχισμή («ἀνὰ ῥωγᾱς μεγάροιο» — μέσα από τους στενούς διαδρόμους που οδηγούν στο μέγαρο, Ομ. Οδ.)
αρχ.
σύντριμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥώξ, ῥωγός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι και μαρτυρείται μόνο στην αιτ. του πληθ. ῥῶγας].
(II)
ῥωγός, ή, ΜΑ
βλ. ρώγα.

Mantoulidis Etymological

-ρωγός (=ἄνοιγμα, στενό πέρασμα). Ἀπό τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.