ρώξ
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Greek Monolingual
(I)
ῥωγός, ἡ, ΜΑ
ρήγμα, σχισμή («ἀνὰ ῥωγᾱς μεγάροιο» — μέσα από τους στενούς διαδρόμους που οδηγούν στο μέγαρο, Ομ. Οδ.)
αρχ.
σύντριμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥώξ, ῥωγός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι και μαρτυρείται μόνο στην αιτ. του πληθ. ῥῶγας].
(II)
ῥωγός, ή, ΜΑ
βλ. ρώγα.
Mantoulidis Etymological
-ρωγός (=ἄνοιγμα, στενό πέρασμα). Ἀπό τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.